ζευκτῆρας

ζευκτῆρας
ζευκτήρ
one who yokes
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζευκτήρας — ο (Α ζευκτήρ, θηλ. ζεύκτειρα) ιμάντας με τον οποίο δένεται το βόδι στον ζυγό αρχ. 1. αυτός που ενώνει δύο ζώα κάτω από τον ίδιο ζυγό 2. θηλ. «ζεύκτειρα» επίθετο τής Αφροδίτης, τής θεάς τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. ζευκ τήρ < *ζευγ κτήρ < ζεύγνυμι… …   Dictionary of Greek

  • ζευγόλουρο — και ζευλόλουρο, το ο ζευκτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + λουρί] …   Dictionary of Greek

  • ζευκτήριος — ια και ία, ιο (AM ζευκτήριος, ία, ιον) 1. ο κατάλληλος για ζεύξη, για σύνδεση 2. το θηλ. ως ουσ. η ζευκτηρία ο ζευκτήρας, το ζευγόλουρο 3. (πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι ζευκτηρίες καθένα από τα δύο τεμάχια με τα οποία συνδέεται το πηδάλιο με τους… …   Dictionary of Greek

  • ζευλόσκοινο — το το σχοινί τής ζεύγλας, ο ζευκτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύλα* + σκοινί] …   Dictionary of Greek

  • ζεύκτειρα — ζεύκτειρα, ἡ (Α) βλ. ζευκτήρας …   Dictionary of Greek

  • ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”